- στεάτιο
- το, Νιατρ. κιτρινωπό, συνήθως τριγωνικό, έπαρμα τού επιπεφυκότα τού οφθαλμού στο επίπεδο τής βλεφαρικής σχισμής με τη βάση παράλληλη προς το χείλος τού κερατοειδούς, που οφείλεται σε υαλοειδή εκφύλιση τού υποεπιθηλιακού ιστού λόγω γήρατος ή εξωτερικών επιδράσεων.
Dictionary of Greek. 2013.